- νεόθεν
- νεόθεν, von neuem, neuerlich. Auch = νειόϑεν, von unten herauf
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
νεόθεν — (Α) επίρρ. 1. τελευταία, πριν από λίγο («νέα τάδε νεόθεν ἦλθέ μοι... κακά», Σοφ.) 2. από το βάθος, από τον πυθμένα προς τα πάνω («νεόθεν δ ἐκρήγνυται οὖλα», Νικ.) 3. μτφ. από τα βάθη τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ.… … Dictionary of Greek
νεόθεν — newly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέος — α, ο και νιος, ά, ό (ΑΜ νέος, α, ον, Α ιων. τ. νεῑος, η, ον Α θηλ. και ος και ιων. τ. νέη και συνηρ. τ. νῇ, Μ και νεός, όν) 1. αυτός που είναι μικρής ηλικίας, νεαρός, νεανίας (α. «κοιμάται ο νέος ωραίος βοσκός», Γρυπ. β. «παιδὸς νέας ὣς κάρτ… … Dictionary of Greek